- προσάρμοση
- [-ις (-εως)] η см. προσαρμογή
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσάρμοση — η, Ν προσαρμογή, σύνδεση ή στερέωση δύο ή περισσότερων αντικειμένων, όπως λ.χ. εξαρτημάτων μηχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσαρμόζω. Η λ., στον λόγιο τ. η προσάρμοσις, μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
προσαρμόσῃ — προσαρμόζω fit to aor subj mid 2nd sg προσαρμόζω fit to aor subj act 3rd sg προσαρμόζω fit to fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)